Translate

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017.
8°56’ S 140°09’ W Hakaui, Nuku Hiva
7.00 Αποχαιρετούμε το μαγικό Hakaui-Avatar και αποπλέουμε με προορισμό την Ua-Pou (προφέρεται Ούα Πόου). Βγαίνοντας από το στενό άνοιγμα του κόλπου το ρεύμα είναι τόσο δυνατό που με 2.200 στροφές έχουμε ταχύτητα 2,5 kn. Μόλις βγαίνουμε στον ωκεανό, σηκώνουμε πανιά και σιγά σιγά κερδίζουμε μίλια. Ο άνεμος είναι ανατολικός 20-25 kn από τις 50° μας και πλέουμε προς τον Νότο…πετώντας με 7-7,5 kn. Τα κύματα είναι μεγάλα καθώς φυσάει πολλές μέρες στην σειρά, το Φιλίζι όμως τα καβαλά γλυκά, όπως πάντα, ανεβάζοντας ελάχιστο σπρέυ. Προορισμός μας είναι το χωριό Hakahetau στα ΒΔ της Ua Pou, μόλις 24 ναυτικά μίλια μακριά.


11.00 Απέχουμε ακόμη τρία μίλια. Μπροστά μας βλέπουμε μια άγρια, έρημη ακτή όμως σε λίγο εντοπίζουμε δυο κτίσματα, που πρέπει να είναι το χωριό Hakahetau. Ανάμεσα στα σύννεφα που σκεπάζουν τα υψώματα του νησιού, διακρίνονται εντυπωσιακοί σχηματισμοί σαν γιγάντιοι σταλαγμίτες. Ο ένας από αυτούς ονομάζεται Pou Oave, έχει ύψος 1.230 m και είναι η υψηλότερη κορυφή των Μαρκιζών. Από τα ανατολικά έρχεται ένα μπουρίνι, ένα μεγάλο χαμηλό σύννεφο στο χρώμα του μολυβιού. Ξεκινάμε την προετοιμασία για να ρίξουμε άγκυρα – εύχομαι να προλάβουμε πριν ξεσπάσει η μπόρα.

 

9°21’ S 140°06’ W – HAKAHETAU VILLAGE

11.30 Φουντάρουμε την άγκυρα στα 10 μέτρα βάθος, μάλλον σε άμμο, γιατί, ως στα περισσότερα αγκυροβόλια στις Μαρκίζες,  η διαύγεια  του νερού είναι μηδαμινή. Το χωριό Hakahetau είναι κρυμένο μέσα σε φοινικόδεντρα και  πυκνή βλάστηση, στην  κοιλάδας κάτω από τους πρόποδες των βουνών

Το μόνο που διακρίνεται απ’ αυτό είναι το καμπαναριό μιας εκκλησίας. Η ακτή από την μια της πλευρά είναι βραχώδης, μα αντίθετα με τα άλλα νησιά, εδώ τα βράχια έχουν το χρώμα του κακάο. Στο κέντρο υπάρχει ένας βράχος που μπαίνει στο νερό σαν φυσικός λιμενοβραχίονας και δίπλα ακριβώς, μια τσιμεντένια προβλήτα που δημιουργεί ένα λιμανάκι. Αριστερά από την προβλήτα, ένας τεράστιος βράχος φτάνει ως την άκρη της θάλασσας, στολισμένος από την φύση με φοινικόδεντρα και λουλούδια.


Από την άλλη πλευρά υπάρχει μια παραλία με τεράστια βότσαλα και πάνω της σκάνε αφρισμένα κύματα και το νερό φαίνεται θολό και πολύ ανακατεμένο. Κατεβάζουμε το zodiac και την εξωλέμβιά του, φοράμε τις κοντές φόρμες από νεοπρέν και πάμε στα ρηχά για να κολυμπήσουμε επιτέλους μετά από τόσες μέρες. Η διαύγεια εδώ είναι κάπως καλύτερη μα δυστυχώς όχι σπουδαία. Είναι δυσάρεστο, τρομακτικό, όταν κολυμπάμε, να βλέπουμε ξαφνικά μπροστά μας ένα ψάρι. Ακόμα και τα ψάρια τρομάζουν  που μας βλέπουν. Και δεν θέλουμε καθόλου  να πέσουμε πάνω σε κάποιον καρχαρία! Κανένας δεν κολυμπάει εδώ, μόνο εμείς οι τρελλοί…
Το σύννεφο έφτασε  πάνω μας, αρχίζει  να βρέχει καταρρακτωδώς. Επιστρέφουμε στο Φιλίζι, βγάζουμε σκούπα και βούρτσες και καθαρίζουμε το ντεκ, ξεπλένοντας με νεράκι από τον ουρανό. Merci beaucoup! Μετά τοποθετούμε το ειδικό τεντάκι συλλογής νερού, όμως, μέχρι να το δέσουμε η βροχή έχει πιά σταματήσει. Μην τα θέλουμε όλα δικά μας.


12.00 Ο ουρανός έχει καθαρίσει και ο ήλιος λάμπει σαν να είναι μια καινούργια μέρα. Δένουμε το zodiac στην προβλήτα και βγαίνουμε έξω. Μια παρέα από πιτσιρίκια πατινάρουν κατηφορίζοντας την γλύστρα με τις γυμνές πατούσες τους, με γέλια και χαρούμενες φωνές. Ένας μεγαλόσωμος νέος άνδρας μας πλησιάζει χαμογελώντας πλατιά. Το πρόσωπό του είναι ευγενικό, έχει μακριά μαλλιά δεμένα κοτσίδα και στα δυο του χέρια είναι ζωγραφισμένα tatoo. Στον λαιμό φορά δυο χρυσές αλυσίδες από όπου κρέμονται ένα βαρύτιμο χρυσό νόμισμα, διάφορα άλλα μενταγιόν και ένα ορειβατικό κλειδί!
-«Kaoha!”, τον χαιρετάμε
-“Kaoha, καλωσήρθατε» λέει συνεχίζοντας στα γαλλικά. Ο άνδρας ονομάζεται Χολέρ και λέει πως είναι ο δήμαρχος του χωριού, εντυπωσιακό τόσο νέος που είναι. Μας ρωτά από που ερχόμαστε και κουβεντιάζουμε. Εξηγεί οτι το Haka στο όνομα του χωριού (Haka – hetaou) σημαίνει χορός, ο χορός που χορεύουν οι πολεμιστές. Ο Γιώργος του διηγείται για τους χορούς που είδαμε στο Bastille Day στη Hiva Oa και του δείχνει την ταινία που φτιάξαμε. Ευχαριστημένοι που βρήκαμε τον κατάλληλο άνθρωπο – ο Χολέρ μιλάει και λίγα αγγλικά – ρωτάμε πληροφορίες: πόσο μακριά είναι να περπατήσουμε ως τις κορυφές?
-¨Δεν θα σας συμβούλευα να πάτε στο βουνό» , απαντά ο Χολέρ. «Στα βουνά ζουν οι rebels, που είναι οπλισμένοι και επικίνδυνοι, θα σας πάρουν τα λεφτά, τα κινητά σας και μπορεί να σου πάρουν και την γυναίκα».
-«Μα τι λες? Θα αστειεύσαι, φαντάζομαι», λέω όσο πιο ευγενικά μπορώ για να μην τον προσβάλω.
-«Μιλάω πολύ σοβαρά. Είναι πολύ επικίνδυνοι»
-«Μα γιατί υπάρχουν επαναστάτες στην Ua Pou? Σε όλα τα νησιά που επισκευτήκαμε οι άνθρωποι ζουν ειρηνικά….», λέω απογοητευμένη. Ο Χολέρ εξηγεί οτι υπάρχει μεγάλη φτώχεια στον λαό και οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι.
-«Υπάρχει εστιατόριο στο χωριό?», ρωτάμε για να αλλάξουμε θέμα.
-«Υπάρχει αλλά δεν θα σας συμβούλευα να πάτε. Όσοι πήγαν αρρώστησαν…» απαντά ο άνδρας και με πιάνουν τα γέλια.
-«Μας κάνεις πλάκα, έτσι δεν είναι?», τον ρωτάω
-« Οχι μιλάω πολύ σοβαρά» επιμένει.
-«Πάμε βόλτα στο χωριό», λέει ο Γιώργος και με πιάνει απ’ το χέρι
Προχωράμε προς τον δρόμο. Ο Χολέρ μας ακολουθεί.
-«Γιώργο, να σου ζητήσω μια χάρη? Θα ήθελα να έρθω να δω το σκάφος σας»
-«Εντάξει αλλά όχι σήμερα, καλύτερα αύριο. Au revoir Holer», του λέει και με τραβάει να προχωρήσουμε.

Περπατάμε προς την παραλία.
-«Είναι δυνατόν να είναι αλήθεια όσα μας είπε?»
-«Ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι καλά, πρέπει να είναι άρρωστος. Είδες που έπαιζαν τα μάτια του? Οι ιστορίες του είναι εξωφρενικές», λέει ο Γιώργος
Αφήνουμε αριστερά τον κεντρικό δρόμο, περνάμε δίπλα από ένα μποστάνι και πλησιάζουμε σε ένα σπίτι δίπλα στην θάλασσα. Το σπίτι είναι όμορφο, φτιαγμένο από τσιμέντο, βότσαλα και ξύλο και τριγυρισμένο από έναν υπέροχο κήπο γεμάτο λουλούδια, τεράστια δέντρα breadfruit, και χαμηλότερα δέντρα φορτωμένα με μεγάλα χρυσά pamplemousse. Δυο κοριτσάκια παίζουν καθισμένα στο γρασίδι. Μόλις μας βλέπουν μας χαιρετούν και μας παίρνουν από πίσω. Μια όμορφη ηλικιωμένη γυναίκα είναι καθισμένη σε μια πολυθρόνα έξω από την σκεπαστή βεράντα. Μπροστά της έχει ένα καλάθι γεμάτο με λουλούδια και με αυτά φτιάχνει ευωδιαστές γιρλάντες.
Την χαιρετάμε και παρακολουθούμε την δουλειά της.
-«Ετοιμάζω στολίδια για την αυριανή λειτουργία στην εκκλησία» εξηγεί. Μας λέει πως το χωριό έχει 90 κατοίκους και δύο εκκλησίες μια καθολική και μια πρoτεσταντική. Η κυρία Ιβλίν, ο σύζυγος της Apataroma και η οικογένεια είναι προτεστάντες. Η μικρή είναι εγγονή της, έχει έρθει για διακοπές από την Ταιτή όπου ζει ο πατέρας της, ο γιος τους. Η κόρη τους εργάζεται στον στρατό, στην Γαλλία. Ο Γιώργος δίνει στις πιτσιρίκες γλυφιτζούρια και οι μικρές τα παίρνουν με χαρά. Στην αυλή, δίπλα στα δέντρα που την χωρίζουν απ’ την θάλασσα, υπάρχει μια κατασκευή σαν υπαίθρια κουζίνα όπου πάνω της στεγνώνουν ανάποδα πέντε έξι τεράστιες κατσαρόλες. Ρωτάω και η γυναίκα εξηγεί οτι στο σπίτι της γίνονται όλες οι γιορτές του χωριού. Πόσο απλά είναι τα πράγματα στην Πολυνησία, σκέφτομαι, όταν οι κάτοικοι ενός φτωχού χωριού ανταλλάσουν μεταξύ τους και ο καθένας δίνει ότι μπορεί. Πριν φύγουμε, η γυναίκα κόβει και μας δίνει starfruit και pamplemousse από τα δέντρα της. Την ευχαριστούμε πολύ, τα φρούτα αυτά έχουν γίνει πολύ αγαπημένα μας. Αποχαιρετάμε τη madame Ιβλίν, λέγοντας πως θα την δούμε το επόμενο πρωί στην εκκλησία.
Βγαίνουμε στον ασφαλτωμένο δρόμο που έχει αριστερά, δεξιά πανέμορφους θάμνους με κατακίτρινα φύλλα και ανηφορίζει προς το χωριό. Στα αριστερά βρίσκεται κάτι σαν μαγαζί και μπαίνουμε να δούμε γιατί ο καπετάν Γιώργος ονειρεύεται να φάει παγωτό. Στο ταμείο είναι ένα κορίτσι γύρω στα 13 και μπροστά της μια πελάτισα που κρατά μια σακούλα που περιέχει πάνω από μια ντουζίνα μπαγκέτες – παράξενο. Πίσω τη δυο παιδιά περιμένουν την σειρά τους κρατώντας στο χέρι τσίπς και καραμέλες, Κυριακή μέρα γιορτής. Πάνω από το ταμείο, ένα χαρτί γράφει με μεγάλα γράμματά «Pas de credit pour les cigarettes – Τα τσιγάρα δεν δίνονται βερεσέ». Στα ράφια υπάρχουν λιγοστά τρόφιμα, αλεύρι, ζάχαρη, κράκερς, τρία είδη κονσέρβες, τετράδια μολύβια και κάποια είδη πρώτης ανάγκης. Ο Γιώργος ανοίγει τους καταψύκτες αλλά βρίσκει μόνο ψάρια και κρέατα, παγωτά όχι. Στο ψυγείο της Coca Cola υπάρχουν λίγα αναψυκτικά και κουτιά μπύρας της ΤαΪτής Hinano. Ξαναβγαίνουμε στον δρόμο και παρατηρούμε τους εξαιρετικά περιποιημένους εξαίσιους κήπους των φτωχικών σπιτιών. Παντού, όπως σε όλες τις Μαρκίζες, κυκλοφορούν ελεύθερα αμέτρητες κότες και κόκκορες. Οι κόκκορες είναι πραγματικά όμορφοι
-«Πόσο θα ήθελα να έπιανα έναν κόκκορα για να τον χαΪδέψω», λέω στον Γιώργο που θα έχει βαρεθεί να το ακούει, τα ίδια του λέω από την Hiva Oa. Δεν προχωράμε πάνω από είκοσι μέτρα όταν στην άκρη του δρόμου συναντάμε δυο αγόρια που στα χέρια τους κρατάνε από έναν κόκκορα. Χαιρετάμε και τα παιδιά μας ρωτούν αν ήρθαμε με το ιστιοπλοικό. Μιλάμε για λίγο και τους κερνάμε γλυφιτζούρια. Ρωτάω το αγόρι που κρατά τον κόκκορα με μεγάλο καμάρι, αν μπορώ να τον χαΪδέψω και εκείνος λέει ναι. Απλώνω το χέρι προσεκτικά και ακουμπώ απαλά τα χρυσοπράσινα ιριδίζοντα φτερά της ουράς του. Το πουλί κάθεται ακίνητο και με κοιτά με το ανόητο μάτι του.
-“Merci beaucoup”, λεω στο παιδί. Εκείνος ισιώνει την πλάτη του και λέει σοβαρά
-“Cocque combat!”, δηλαδή κόκκορας μαχητής. Το αγόρι με τον δεύτερο κόκκορα κουνά το κεφάλι για έμφαση. Τα κοκκόρια τα εκπαιδεύουν για αγώνες.
-«Τους λέω οτι είδα κάποτε στο Bali κοκκορομαχίες μέχρι θανάτου και ήταν πολύ σκληρό. Τα αγόρια δεν συγκινούνται.
-«Κάποτε θα πάμε με τον κόκκορά μου στο Παρίσι. Θα γίνουμε πρωταθλητές», λέει ο μικρός
Χαιρετάμε τα πιτσιρίκια και ανηφορίζουμε ώσπου φτάνουμε σε ένα γεφυράκι που περνά πάνω από τα διάφανα νερά ενός μικρού ποταμιού. Εκεί υπάρχει ένας μεγάλος βράχος και μια ταμπέλα και ο δρόμος χωρίζει στα τρία. Στεκόμαστε να διαβάσουμε την ταμπέλα. Μια νέα γυναίκα περνά και μας χαιρετά. Την σταματάμε και ρωτάμε που πάει ο δρόμος.
-«Από εδώ αριστερά, ο δρόμος οδηγεί στον καταρράκτη. Ο δρόμος δεξιά πάει στο εστιατόριο του Tipiero και στο κέντρο είναι ο δρόμος που πάει στο αεροδρόμιο και στο Hakahau, την πρωτεύουσα. Η κοπέλα είναι πολύ άνετη και φιλική και τότε τολμάμε τη ερώτηση:
-«Eίναι ασφαλές το χωριό σας?». Εκείνη βάζει τα γέλια.
-«Φυσικά και είναι ασφαλές. Ολο το νησί είναι, εμείς στις Μαρκίζες είμαστε πολύ ήσυχοι άνθρωποι» λέει. Γελάμε νιώθοντας σαν ανόητοι. Τί να της πούμε τώρα? Οτι πιάσαμε κουβέντα με τον τρελλό του χωριού? Η κοπέλα φεύγει και μένουμε να διαβάζουμε την πινακίδα που μιλάει για την ιδιαίτερη γεωλογική σύσταση της Ua Pou, που την ξεχωρίζει από τα άλλα ηφαιστειογενή νησιά του Ειρηνικού: με την έντονη παρουσία φωνόλιθου όπως γράφει, από το ελληνικό φωνο = ήχος (la phonolithe, du grec phonos = son). Το κείμενο εξηγεί οτι η Ua Pou είναι ένα ηφαιστειογενές νησί αλλά, αντίθετα με τα άλλα νησιά των Μαρκίζων, όπως η Hiva Oa και η Nuku Hiva δεν έχει καλντέρα πουθενά, παρα μόνο μια κεντρική κορυφή, μέσα από την λάβα της οποίας σχηματίστηκαν οι χαρακτηριστικές, πανύψηλες φωνολιθικές κορυφές της. Σηκώνω τα μάτια και κοιτάζω προς τις κορυφές. Τα σύννεφα έχουν καθαρίσει κάπως και τώρα φαίνονται ακόμη πιο εντυπωσιακές.
Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε τον δρόμο προς το λιμάνι και κάθε λίγο σταματάμε για να θαυμάσουμε κάποιο άγνωστο σε μας υπέροχο λουλούδι ή φυτό. Η ώρα έχει περάσει και φοβόμαστε μην μας φάνε τα no-nos. Τα πόδια μας είναι γεμάτα κόκκινα σημάδια από τα φοβερά αυτά μικροσκοπικά έντομα που μας κατασπάραξαν στο Hakaui. Αν ο Melvil τα λέει σωστά, την εποχή των ΤαΪπί (1840) δεν υπήρχαν κουνούπια στο νησί. Τότε ήταν καλά. Τώρα τα nonos είναι τεράστιο πρόβλημα, όπου υπάρχουν. Τα nonos έχουν δυο μικροσκοπικά μαχαιράκια στο στόμα και με αυτά χαράσουν μια εξ ίσου μικροσκοπική σχισμή για να ρουφήξουν το αίμα. Για να μην κλείσει την σχισμή ο ανθρώπινος οργανισμός, στάζουν μέσα μια αντιπηκτική ουσία που την κρατά ανοιχτή. Κάποτε το nono θα χορτάσει και θα φύγει, μα η πληγή με την αντιπηκτική ουσία μέσα μένει ανοιχτή και τότε αρχίζει η φαγούρα. Αν κάνεις το λάθος και την ξύσεις, την πάτησες, η πληγή μεγαλώνει και τότε είναι ακόμη δυσκολότερο να κλείσει. Άτιμα nonos. Άτιμα!!

Κυριακή 6 Αυγούστου.
05.00 Δύσκολη, δύσκολη νύχτα, το κύμα μας κουνά τρελλά και ξυπνάω συνέχεια ώσπου σηκώνομαι και ετοιμάζω καφέ. Είναι σκοτεινά ακόμη και παρ’ ότι είμαι κουρασμένη χαίρομαι που σηκώθηκα γιατί μου αρέσει πολύ αυτή η δροσερή και ήσυχη ώρα ειδικά σήμερα που η θάλασσα λάμπει από το φως του φεγγαριού. Ανοίγω τον υπολογιστή και ξεκινάω να γράφω.
08.30 Φοράμε τα καλά μας, καθαρά polo μπλουζάκια και βερμούδες – ο καπετάνιος ξυρίστηκε ! – και βγαίνουμε με το βαρκάκι στο χωριό για να δούμε πως περνάνε τις Κυριακές στο Hakahetau.
Πηγαίνουμε πρώτα στην προτεσταντική εκκλησία που βρίσκεται δίπλα στο λιμάνι. Η εκκλησία είναι μικρή και εντελώς γεμάτη. Οι πιστοί κάθονται στους πάγκους και τραγουδούν όλοι μαζί, με συνοδεία κιθάρα, γιουκαλέιλι και ένα τύμπανο. Πολλές γυναίκες έχουν τα μαλλιά τους στολισμένα με λουλούδια. Μου κάνει εντύπωση οτι, όπως είχα παρατηρήσει και στο Hapatoni, υπάρχουν αρκετά πολύ μικρά παιδιά στην εκκλησία, που καθώς οι γονείς τους προσεύχονται ή τραγουδούν, παίζουν αθόρυβα, σκαρφαλώνουν η τριγυρνούν. Κανείς δεν λέει στα μικρά “κάτσε ήσυχα” ή “μην παίζεις, μην μιλάς”, στο εκκλησάκι υπάρχει μόνο γαλήνη και αγάπη. Το τραγούδι τελειώνει και ο ιερέας, που είναι ντυμένος με ένα πράσινο πουκάμισο με μεγάλα λευκά λουλούδια, αρχίζει το κήρυγμα, πάντα στην τοπική διάλεκτο, όπως και η λειτουργία. Η μαντάμ Ίβλιν κάθεται στην τελευταία σειρά, μαζί με την εγγονή της. Η μικρή μας χαιρετά μα η γιαγιά της παρακολουθεί με κατάνυξη και δεν μας αντιλαμβάνεται. Σύντομα φεύγουμε και προχωράμε προς την Καθολικά εκκλησία. Περνάμε το δεύτερο γεφυράκι που βρίσκεται στην σκιά τεράστιων δέντρων breadfruit και προσπαθώ να δω άν είναι όλα ίδια γιατί στην μεγάλη πινακίδα στο λιμάνι διαβάσαμε πως οτι στην Ua Pou υπάρχουν 24 διαφορετικά είδη breadfruit tree, η χαρά του βοτανολόγου δηλαδή. Η καθολική εκκλησία, είναι πολύ μεγαλύτερη από την προτεσταντική και βρίσκεται στην άκρη του χωριού πάνω από την παραλία, μέσα σε έναν όμορφο κήπο, με φυσικό γρασίδι και αμέτρητα λουλούδια. Δίπλα στην πόρτα, μπαίνοντας στην είσοδο, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο όστρακο με νερό και ευωδιαστά πέταλα λουλουδιών, για να βρέχουν οι πιστοί τα δάχτυλα με τα οποία κάνουν τον σταυρό τους. Η εκκλησία είναι γεμάτη και όλοι τραγουδούν μια παράξενη μελωδία που δεν μπορώ να παρακολουθήσω. Στην τράπεζα βρίσκεται ο ιερέας ντυμένος στα λευκά και μια γυναίκα και αυτή στα λευκά. Το τραγούδι σταματά, η γυναίκα βοηθά τον ιερέα και μαζί ετοιμάζουν την θεία μετάληψη, ακριβώς όπως και στο χωριό Hapatoni. Η εκκλησία μοσχοβολά από το άρωμα των λουλουδιών, το ξύλινο γλυπτό του Εσταυρωμένου είναι στολισμένο με ανθισμένη γιρλάντα και αυτό της Παναγίας επίσης. Μα και οι πιστές φορούν λουλούδια σαν κορώνα στο κεφάλι ή στο αυτί. Με κάποιο σύνθημα που δεν αντιλήφθηκα, όλοι παίρνουν σειρά και με απόλυτη ησυχία και τάξη περνούν μπροστά από τον ιερέα και την βοηθό και παίρνουν την μετάληψη. Εμείς αποχωρούμε διακριτικά και προχωράμε προς την παραλία. Η παραλία είναι καλυμένη με μεγάλα βότσαλα, κομμάτια από κοράλια και σπασμένα κοχύλια. Στέκομαι και φωτογραφίζω ένα όμορφο παραδοσιακό κανό που είναι εκεί δίπλα, τραβηγμένο ψηλά ως τον δρόμο για να μην το πάρει η θάλασσα όταν τα νερά ανέβουν
–“Κάποιος μας φωνάζει από απέναντι”, λέει ο Γιώργος. Πάμε προς τα εκεί. Ενας άνδρας μας κάνει νόημα να πλησιάσουμε. Ονομάζεται Temo που είναι σύντμηση κάποιου παραδοσιακού Μαρκεζιάνικου ονόματος μακριού σαν σιδηρόδρομος – και η γυναίκα του Ρούτια. Το σπίτι είναι πολύ απλά φτιαγμένο, με γρύλιες για παραθυρόφυλλα και τσίγκινη σκεπή. Δίπλα στον εξωτερικό τοίχο, σε ένα σημείο που χτυπά δυνατά ο ήλιος, ξεραίνονται απλωμένα στο χώμα κομμάτια καρύδας, copra.
–“Πρέπει να είναι πολύ σκληρή δουλειά το copra”, λέω στην γυναίκα. Εκείνη χαμογελά
-«Πολλή σκληρή μα καλή δουλειά», λέει
Κουβεντιάζουμε για λίγο, μας κερνούν φρέσκιες καρύδες για να πιούμε και να φάμε και ο Τέμο δείχνει στον Γιώργο πώς ανοίγει η καρύδα – ο καπετάνιος τα ξέρει πολύ καλά πια αλλά δεν λέει τίποτα για να μην τον απογοητεύσει. Είναι και οι δυο ωραίοι τύποι και παρά το εμπόδιο της γλώσσας γελάμε πολύ. Με νόστιμη φρέσκια καρύδα στο χέρι για κολατσιό τους αποχαιρετούμε. Η εκκλησία πιο δίπλα είναι πια άδεια και όμως λίγο πιο εκεί είναι ένα μεγάλο υπόστεγο όπου είναι μαζεμένο όλοι οι πιστοί και ακούν κάποιον να μιλά. Ετσι κυλούν οι Κυριακές στι Hakahetau.
Ανεβαίνουμε τον δρόμο του χωριού και όταν φτάνουμε την διασταύρωση στο γεφυράκι, βλέπουμε την πινακίδα «Εστιατόριο Tipiero” και πάμε να ρίξουμε μια ματιά. Ζητάμε από μια γυναίκα που επιστρέφει από την εκκλησία μαζί με τα καλοντυμένα παιδάκια της. να μας πει πώς να πάμε. Εκείνη δείχνει ένα δρομάκι λίγο πιο κάτω και μπαίνει στο σπίτι της. Το σπίτι της έχει έναν υπέροχο κήπο, τοίχους από τσιμεντόλιθους, τσίγκινη οροφή και ένα φρεσκοπλυμένο και αστραφτερό TOYOTA HILUX στο parking. Στις Μαρκίζες η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων οδηγούν Toyota Hilux .
Φτάνουμε στο Restaurant Tipiero, που μοιάζει μάλλον με σπίτι και μπαίνουμε μέσα. Μας υποδέχεται ο Tipiero, ένας πολύ ευχάριστος και έντονος άνθρωπος γύρω στα 60, και δεν ξαφνιαζόμαστε καθόλου όταν μας λέει πως ήρθε πριν τριάντα χρόνια από την Σικελία όπου γεννήθηκε, αγάπησε την γυναίκα του και την Ua Pou και δεν ξανάφυγε ποτέ. Του λέμε πως πήγαμε δυο φορές από την Ελλάδα στην Σικελία με το Φιλίζι και ρωτά άν επισκευθήκαμε την πατρίδα του, την πόλη Ragusa. Τί μας θύμισε ο άνθρωπος? Το Ristorante Pasta Ragusa ήταν το αγαπημένο μας εστιατόριο στην Γλυφάδα. Μιλώντας για φαγητό, ο Tipiero εξηγεί πως μαγειρεύει μόνο μετά από κράτηση, οπότε δεν υπάρχει φαγητό έτοιμο. Μας μιλά για την μεσογειακή κουζίνα και εξηγεί πως προσαρμόζει την μαγειρική του στις πρώτες ύλες του νησιού. Μου τρέχουν τα σάλια που τον ακούω, μα δεν νομίζω πως θα έχουμε την ευκαιρία να φάμε εδώ, γιατί αύριο θα φύγουμε για το Hakaui, το μεγάλο χωριό του νησιού. Όταν λέμε οτι θα περπατήσουμε ως τον καταρράκτη, μας προτρέπει να συνεχίζουμε ως το σπίτι του Manfred, λίγο πιο μακριά. Μα ποιός είναι αυτός?
-« Ο Manfred είναι Γερμανός, ένας εφευρέτης Μαγκάιβερ και σούπερ ειδικός στην σοκολάτα. Όταν φτάσετε κοντά στον καταρράκτη, θα δείτε μια μπλε ταμπέλα που γράφει Manfred Choco Man Αν εγώ είμαι ομιλητικός αυτός είναι δυο φορές σαν εμένα. Θα περάσετε πολύ καλά», λέει εγκάρδια.
10.00 Αποχαιρετούμε τον συμπαθέστατο Tipiero και παίρνουμε το ανηφορικό μονοπάτι για τον καταρράκτη. Μετά από λίγο, συναντάμε μια επιγραφή που γράφει οτι εδώ δίπλα στο ποταμάκι του χωριού ήταν κάποτε ένα χωριό το Tetahuna. Ο αρχαιολογικός χώρος δυστυχώς είναι εντελώς αφρόντιστος, πνιγμένος στην βλάστηση και η εξερεύνησή του έχει μικρό ενδιαφέρον. Συνεχίζουμε το μονοπάτι που ανηφορίζει μέσα σε μια υπέροχη φύση, με κάθε λογής δένδρα φυτά και λουλούδια. Βαδίζουμε για αρκετή ώρα στο χωμάτινο δύσκολο δρόμο, ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά στο βουνό. Ανθρωπο κανένα δεν συναντάμε και οι ήχοι γύρω μας είναι το τραγούδι του δάσους, του ποταμιού, ο άνεμος, κλαδιά δέντρων που ακουμπούν μεταξύ τους και τρίζουν παράξενα, πουλιά που κελαιδούν. Κάπου κάπου ακούγεται ο πνιχτός γδούπος κάποιας βαριάς καρύδας που πέφτει από το πανύψηλο δέντρο που την γέννησε – κίνδυνος θάνατος για όποιον άτυχο περαστικό. Στις Μαρκίζες οι καρύδες που πέφτουν από τους ψηλούς κοκκοφοίνικες είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος θανάτου. Σε αυτά τα νησιά δεν υπάρχουν επικίνδυνα ζώα ή φυτά, εκτός από την σαρανταποδαρούσα. Για αυτό κάποτε οι πολεμιστές της φυλής, έκαναν tatoo την εικόνα της στο σώμα τους, ελπίζοντας να πάρουν την τρομακτική δύναμή της.
Σε ένα σημείο του μονοπατιού βλέπουμε ένα άλογο. Το κακόμοιρο το ζώο είναι δεμένο από τον λαιμό με ένα μακρύ μπλέ σχοινί, μα το σχοινί έχει μπλέξει γύρω από μια νεαρή ακακία – αγαπημένη λιχουδιά για αυτά τα ζώα – με αποτέλεσμα ο καημένος ο τετράποδος να είναι αναγκασμένος να στέκεται στον ήλιο. Εδώ να πω πως δεν έχω ιδιαίτερη άνεση με αυτά τα ζώα, τις ελάχιστες φορές που τα έχω συναντήσει στην ζωή μου νιώθω κάποιο φόβο κοντά τους. Όμως δεν γίνεται να τον αφήσουμε έτσι, τον λυπάμαι πραγματικά. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, πλησιάζω το δέντρο όπου είναι δεμένο το σχοινί και, μετά από σχετική προσπάθεια γιατί είναι τρομερά μπλεγμένο, το λύνω. Το πετάω στον Γιώργο, εκείνος το ελευθερώνει, το πετά πίσω και το ξαναδένω. Στο μεταξύ το άλογο πρέπει να καταλαβαίνει οτι κάτι καλό κάνουμε και η….. ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΜΦΑΝΗΣ, δεν έχουμε ξαναδει ποτέ τόσο… ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ άλογο…. Αφήνω το σχοινί και απομακρύνομαι με ελαφρά πηδηματάκια και αμέσως το όμορφο πλάσμα, περνάει γρήγορα από την άλλη μεριά του μονοπατιού, όπου υπάρχει σκιά και φρέσκια τροφή.

Μετά από λίγο βλέπουμε την μπλε πινακίδα που μας είπε ο Tipierro, σημάδι οτι στρίβουμε δεξιά για τον καταρράκτη και αριστερά για το Σπίτι της Σοκολάτας:
MANFRED 1.500 M – SCHOKO – MANN
Μπαίνουμε στο μονοπάτι που περνάει κάτω από πυκνά δέντρα. Κάθε τόσο συναντάμε στην άκρη του δρόμου σωρούς από άδειες καρύδες, σημάδι πως κάποιοι ήρθαν και μάζεψαν την σάρκα της για να φτιάξουν το copra. Ο ήχος του νερού δυναμώνει και μετά από λίγο βλέπουμε μπροστά μας το μικρό ποτάμι, και ακολουθούμε την όχθη του. Γύρω υψώνονται βράχοι, 5-10 μέτρα ψηλοί και προχωράμε για λίγο μέσα στην κοίτη με το νερό ως τα γόνατά μας, ώσπου βλέπουμε τον καταρράκτη και μπροστά του μια μικρή λίμνη. Το σκηνικό είναι παραδεισένιο, και αυτή η βόλτα άξιζε την κάθε σταγόνα ιδρώτα που χύσαμε.
Τα νερά είναι διάφανα και ευχάριστα δροσερά, ότι πρέπει για ένα απολαυστικό μπάνιο μετά από το περπάτημα. Μέσα στο νερό υπάρχουν μεγάλες ποταμίσιες γαρίδες σαν αυτές που είδαμε και στο ποτάμι του Hakaui, μα και ένα τεράστιο χέλι, μαύρο με μικρά κίτρινα στίγματα.
11.30 Γυρνάμε πίσω προς το χωριό και ξαναβρισκόμαστε μπροστά στην μπλε πινακίδα του SCHOKO MANN. Είμαστε κουρασμένοι, και για μερικά δευτερόλεπτα προβληματιζόμαστε άν πρέπει να περπατήσουμε ακόμη 1,5 χλμ ανηφόρας ως το σπίτι του Μάνφρεντ, μα η δίψα για εξερεύνηση νικά και συνεχίζουμε. Ο δρόμος ανηφορίζει απότομα, μα ευτυχώς η σκιά των δέντρων και η ομορφιά της φύσης ελαφραίνει την ζέστη και τα βήματά μας. Κάθε λίγο κάτω από κάποιο δέντρο βλέπουμε μια μικρή πινακίδα που εξηγεί τί είδος είναι, όπως κάτω από ένα τεράστιο Banian tree : Ficus Prolixa, Famille des Moracees, Banian.
12.15 Είμαστε καθισμένοι στην κουζίνα του σπιτιού του μαζί με τον Manfrend και την Terese. Ο άνδρας μας δίνει να δοκιμάσουμε μια συγκλονιστικά νόστιμη σοκολάτα, φτιαγμένη από το κακάο της φυτείας του, και σοκολατάκια γεμιστά με κρέμα, φτιαγμένη απ’ τα πορτοκάλια τους. Μετά μας δείχνει τα διάφορα δέντρα στον υπέροχο κήπο και τους καρπούς τους, δένδρα καφέ, κακάο, μάνγκο, μηλιές, breadfruit, πορτοκάλια. Μετά μας δείχνει και τα διάφορα κόλπα τύπου Magaiver που έχει κάνει για ενέργεια στο σπίτι. Ο Manfred έφυγε από την ανατολική Γερμανία, όπου δούλευε σαν μασέρ, δυο χρόνια πριν την πτώση του τοίχους και πήγε στην Ταιτή. Εκεί πήγε σε σχολή, έγινε πιλότος ελικοπτέρων και δούλεψε κάποια χρόνια σε δημόσια έργα. Κάποτε έφτασε στην Ua Pou, δουλειά του ήταν να ανεβάζει με το ελικόπτερο τα καλώδια του ρεύματος στους πυλώνες ανάμεσα στα βουνά. Γνώρισε την Terese, την αγάπησε και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Τώρα πια ο herrn MANFRED DRECHSLER είναι γνωστός διεθνώς. Μας δείχνει αποκόματα από περιοδικά με συνεντεύξεις του και άρθρα για αυτόν και τις σοκολάτες του.
-«Φέτος είσαστε οι 173οι επισκέπτες μας. Είναι πολύ σημαντικό για μας που τόσοι άνθρωποι περπατούν τόσο μακριά για να μας βρούν» λέει ο Manfred. Η κουζίνα μοσχοβολά άρωμα φρεσκοψημένου ψωμιού. Η Terese ανοίγει τον φούρνο, βγάζει και μας δίνει μια φρατζόλα.
-«Πάρτε την για σας», λέει.
-«Μήπως να κόψουμε λιγάκι τώρα?» ρωτάω ξελιγωμένη από την πείνα. Η γυναίκα κόβει δυο φέτες φωμί και μας δίνει. Ονειρο. Είναι και η πείνα. Αγοράζουμε 2 πλάκες σοκολάτας και λίγα σοκολατάκια. Μας χαρίζουν μια τεράστια – τρομερά βαριά επίσης – πράσινη παπάγια
–«Για σαλάτα και για φρούτο μαζί», εξηγεί η Τερέζ
15.00 Εχουμε επιστρέψει στο χωριό, καθόμαστε κάτω από ένα μεγάλο δένδρο και μοιραζόμαστε ένα κομμάτι κεικ με σως ντομάτας (!) που αγοράσαμε απ’την μαντάμ Ιβλύν, μια παράξενη γεύση. Η Ιβλύν και μια ακόμη γυναίκα έχουν στήσει ένα τραπέζι κάτω από ένα δέντρο, έχουν βάλει πάνω δυο πιατέλες με γλυκά και τα πουλούν. Λίγο πιο πέρα, κάτω από ένα υπόστεγο, ένα νεαρό κορίτσι πουλά κοτόπουλο με κάρρυ και κοτόπουλο με barbeque sauce και ρύζι.
Κάτω στο λιμάνι, τα παιδιά του χωριού κάνουν πάλι …πατινάζ κατηφορίζοντας την γλύστρα της προβλήτας, και μετά έρχονται τα κύματα και τους ξαναβγάζουν έξω – απίθανο παιχνίδι
Μπαίνουμε στο βαρκάκι και ξεκινάμε για το Φιλίζι.
-«Κοίτα!» λέει ο Γιώργος κοιτώντας πίσω τα βουνά. «Το σύννεφο έφυγε και φαίνονται και οι πέντε κορυφές!»
Το θέαμα είναι συγκλονιστικό. Προσπερνάμε το σκάφος, πηγαίνουμε πιο ανοιχτά και τραβάμε φωτογραφίες το Φιλίζι κάτω από τους πύργους της Ua Pou. Η εξωλέμβια μηχανή δουλεύει στο ρελαντί και μετά από λίγο σβήνει. Ο ήλιος ετοιμάζεται να δύσει. Ο καπετάνιος τραβά το σχοινάκι της ανάφλεξης ξανά και ξανά, μα η μηχανή ίσως να μπούκωσε γιατί δεν ξεκινά. Ιδρωμένος από την προσπάθεια, στέκεται με τα γόνατα στον πλωτήρα στην πλώρη και αρχίζει να κάνει κουπί. Ξαφνικά, βγάζει ένα δυνατό επιφώνημα.
-«Α!!!!»
-«Τί έγινε?»
-«Μόλις πέρασε από κάτω μας ένας σφυροκέφαλος καρχαρίας, πάνω από 3 μέτρα μακρύς». Κοιτάζω γύρω, σκανάροντας την επιφάνεια του νερού μήπως δω το πτερύγιο του καρχαρία μα τίποτα.
-«Αυτή είναι η απόλυτη απόδειξη, γιατί δεν πρέπει να κάνουμε βουτιά από το Φιλίζι σε θολά νερά», λέω χαλαρά παρ’ όλο που νιώθω μουδιασμένη. Ο Γιώργος συνεχίζει να κωπηλατεί προς το Φιλίζι, επαναλαμβάνοντας κάθε τόσο.
-«Ενας σφυροκέφαλος καρχαρίας κάτω από το βαρκάκι…»
Τί μέρα και αυτή…

Archive

Loading

0 Comments

Translate »